κληρικοκρατία

κληρικοκρατία
κληρικοκρατία η
1) господство церкви, клерикализм;
2) (в Католической церкви) политическое направление, имеющее своей целью расширение влияния Католической церкви в культурной, социальной, политической и других сферах жизнедеятельности общества

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κληρικοκρατία" в других словарях:

  • κληρικοκρατία — και κληροκρατία, η βλ. κληρικαλισμός …   Dictionary of Greek

  • κληρικαλισμός — Πολιτική τάση που υποστηρίζει και επιδιώκει την ανάδειξη της Εκκλησίας και του κλήρου σε ηγετική δύναμη της κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής ζωής μιας χώρας. Ονομάζεται και κληροκρατία. Οι οπαδοί του υποστηρίζουν τη συμμετοχή του κλήρου στα …   Dictionary of Greek

  • κληροκρατία — η κληρικαλισμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κληρικοκρατία] …   Dictionary of Greek

  • παπαδοκρατία — η [παπαδοκρατούμαι] η απόλυτη και καταθλιπτική κυριαρχία τού κλήρου πάνω στον λαό, κληρικοκρατία …   Dictionary of Greek

  • κληροκρατία — κληροκρατία, η και κληρικοκρατία, η πολιτικοκοινωνική κυριαρχία του κλήρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»